- καμπυλόγραμμος
- -η, -ο (Α καμπυλόγραμμος, -ον)(για σχήματα και επιφάνειες) αυτός που έχει καμπύλες γραμμές ή που περατώνεται σε καμπύλες γραμμέςνεοελλ.1. αυτός που σχηματίζεται με καμπύλες γραμμές ή που γίνεται κατά καμπύλη γραμμή («καμπυλόγραμμο τρίγωνο», «καμπυλόγραμμη κίνηση»)2. το ουδ. ως ουσ. το καμπυλόγραμμοο καμπυλογράφος*.[ΕΤΥΜΟΛ. < καμπύλος + -γραμμος (< γραμμή), πρβλ. καλλί-γραμμος, παραλληλό-γραμμος].
Dictionary of Greek. 2013.